Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπὸ χροός

См. также в других словарях:

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ιριδόχρους — ουν αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό χρους, σιτό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • καστανόχρους — ουν και οος, οον 1. καστανός, καστανόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστανόχρουν το καστανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρους (< χροος < χρῶς «χρώμα»), πρβλ. καλό χρους, φαιό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • πλεοχροϊκός — ή, ό, Ν φρ. «πλεοχροϊκή άλως» (κρυσταλλ. φυσ.) έγχρωμοι δακτύλιοι που σχηματίζονται γύρω από ένα ραδιενεργό ξένο σώμα το οποίο είναι εγκλεισμένο σε ένα ορυκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroic (< πλείων / πλέων «περισσότερος» +… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόχρους — ουν, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ὑαλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • τεφρόχρους — ουν, Ν 1. αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής 2. φρ. «τεφρόχρουν φως» αστρον. το τεφρώδες φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + χροος / χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»